εξωκαρδιακός

εξωκαρδιακός
-ή, -ό
(ιατρ.), που είναι ή γίνεται έξω από την καρδιά (για ήχους): Εξωκαρδιακά φυσήματα των αναιμικών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εξωκαρδιακός — ή, ό (για ήχους) αυτός που παράγεται έξω από την καρδιακή κοιλότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”